Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁππότ' ἄν

См. также в других словарях:

  • ὁππότ' — ὁππότε , ὁπότε when epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PARDUS — Graece πόρδαλις, de mare, πάρδαλις de femina, quae panthera, antiquitus πάρδος, ut dictum; in feris secundum a leone locum occupat: unde in Sacris toties ei iungitur, Cantici c. 4. v. 8. Esai. c. 11. v. 6. Ierem. c. 5. v. 6. etc. Etiam apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιζευκτικός — ἐπιζευκτικός, ή, όν (Α) [επιζευγνύω] (για σύνδεσμο) συνδετικός, αυτός που ακολουθεί άλλο σύνδεσμο («ὅπποτ’ ἄν ἡβήσῃ») …   Dictionary of Greek

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

  • οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»